προσκάλει — προσκαλέω call on pres imperat act 2nd sg (attic epic) προσκαλέω call on pres imperat act 2nd sg (attic epic) προσκαλέω call on imperf ind act 3rd sg (attic epic) προσκαλέω call on imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
Спанудакис, Стаматис — Стаматис Спанудакис Имя при рождении греч. Σταμάτης Σπανουδάκης Дата рождения 11 декабря 1948(1948 12 1 … Википедия
αμφιτρύωνας — ( ων, ωνος), ο αυτός που παραθέτει σε φίλους πλούσιο γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ όνομα Ἀμφιτρύων (< Ἀμφι* + τρύω*). Η λ. φαίνεται να πήρε τη σημασία της από την κωμωδία «Αμφιτρύων» τού Μολιέρου, όπου ο ομώνυμος ήρωας, άνθρωπος πλούσιος και… … Dictionary of Greek
αυτεπάγγελτος — η, ο (AM αὐτεπάγγελτος, ον) αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση νεοελλ. φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη αρχ. απρόσκλητος … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
δειπνοκλήτωρ — ( ορος), ο (Α) 1. αυτός που προσκαλεί σε δείπνο 2. αξιωματούχος τής περσικής αυλής που δοκίμαζε τα φαγητά και καθόριζε τη σειρά για το σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + κλήτωρ «αυτός που καλεί ή προσφέρει δείπνο»] … Dictionary of Greek
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek